- κυβερνώ
- gouverner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κυβερνώ — και κυβερνάω κυβέρνησα, κυβερνήθηκα, κυβερνημένος 1. διευθύνω το πλοίο. 2. διοικώ κράτος, πολιτεία κ.ά. 3. διαχειρίζομαι την εκτελεστική εξουσία. 4. διαχειρίζομαι και κουμαντάρω το σπίτι μου: Αυτός κυβερνάει καλά το σπίτι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με … Dictionary of Greek
κυβερνώ — κυβερνάω / κυβερνώ, κυβέρνησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κυβερνῶ — κυβερνάω steer pres imperat mp 2nd sg κυβερνάω steer pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κυβερνάω steer pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κυβερνάω steer pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κυβερνάω steer pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρχω — (AM ἄρχω) 1. κυβερνώ, εξουσιάζω 2. παθ. ( ομαι) κυβερνώμαι, διοικούμαι, είμαι υπήκοος νεοελλ. φρ. «άρχεται η συνεδρίαση» αρχίζει η συνεδρίαση αρχ. (μέσ., ομαι) 1. βρίσκομαι στην αρχή 2. κάνω την αρχή, αρχίζω κάτι 3. (το αρσ. της μετοχής του ενεστ … Dictionary of Greek
επιτροπεύω — (AM ἐπιτροπεύω) [επιτροπή] ασκώ καθήκοντα επιτρόπου, είμαι επίτροπος, επιστατώ, διευθύνω («ἦ τούτου ἕνεκα ἱκανὸς ἔσται ἐπιτροπεύειν;», Ξεν.) αρχ. 1. (με γεν.) διοικώ, κυβερνώ 2. (με αιτ.) διευθύνω, κυβερνώ, προΐσταμαι («θαυμάζω δ’ ὅπως τὸν δῆμον… … Dictionary of Greek
κατατυραννεύω — (Μ) (επιτ. τ. τού τυραννεύω) είμαι τύραννος, κυβερνώ τυραννικά, καταπιέζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννεύω «είμαι τύραννος, κυβερνώ μοναρχικά»] … Dictionary of Greek
κατατυραννώ — (AM κατατυραννω, έω) (επιτ. τ. τού τυραννώ) τυραννώ υπερβολικά, κυβερνώ τυραννικά, φέρομαι πολύ δεσποτικά, καταπιέζω, βασανίζω ανηλεώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυραννῶ «κυβερνώ τυραννικά»] … Dictionary of Greek
λογιστεύω — (AM [λογιστής] διοικώ, κυβερνώ ως λογιστής αρχ. 1. είμαι επιμελητής ή φροντιστής 2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω, διαχειρίζομαι («ἡ φύσις λογιστεύει τὰ μόρια», Σεβήρ. Ιατρ.) … Dictionary of Greek
μέδω — (Α) 1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. (το μέσ.) μέδομαι α) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτι β) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ. γ) μηχανώμαι… … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek